- σαξιφράγα
- και σαξιφράγκα, η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σαξιφραγίδες τής τάξης σαξιφραγώδη, με 300 περίπου είδη, από τα οποία 18 απαντούν στην Ελλάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. saxifraga (herba), θηλ. τού επιθ. saxifragus (< saxum «πέτρα» + frango «σπάζω»). Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω τού ότι φυτρώνει στις ρωγμές τών βράχων].
Dictionary of Greek. 2013.